- ὁλοθούρια
- ὁλοθούριονholothuriumneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολοθουρία — (holothurius). θαλάσσιο εχινόδερμα της τάξης των ασπιδοχειρωτών της ομοταξίας των ολοθουροειδών. Με το κυλινδρικό σχήμα του σώματος και το ατρακτοειδές σχήμα των άκρων τους, πολλά είδη ο. ονομάζονται συνήθως αγγούρια της θάλασσας. Εξωτερικά, η ο … Dictionary of Greek
ολοθούριο(ν) — το, και ολοθούριος, ο (Α ὁλοθούριον) συν. στον πληθ. τα ολοθουρια και οι ολοθούριοι η ολοθουρία … Dictionary of Greek
ολοθουρίνη — η (βιοχ.) στεροειδής γλυκοζίτης με αντιβιοτικές ιδιότητες που λαμβάνεται από ορισμένα ολοθούρια τών τροπικών και είναι θανατηφόρος για πολλά είδη ζώων … Dictionary of Greek
ολοθουροειδή — (holothuridae). Ομοταξία εχινόδερμων θαλάσσιων ζώων, που περιλαμβάνει τις τάξεις των ασπιδοχείρων, των δενδροχείρων, των μολπαδωτών και των ελασιπόδων. Τυπικός εκπρόσωπος όλων των ο. είναι το γένος ολοθουρία. * * * τα ζωολ. ομοταξία εχινοδέρμων… … Dictionary of Greek
συμβίωση — Ιδιαίτερη μορφή σχέσης μεταξύ δύο ή περισσότερων ζωικών ή φυτικών οργανισμών που ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Η σ. λέγεται αμοιβαία όταν αποβαίνει σε όφελος διάφορων συμβιούντων ατόμων, που αλληλοβοηθούνται· αντίθετα λέγεται ανταγωνιστική όταν… … Dictionary of Greek
αγγούρια της θάλασσας — Κοινή ονομασία πολλών ειδών ολοθουρίων. Ανήκουν στα θαλάσσια εχινόδερμα που είναι γνωστά με την επιστημονική ονομασία ολοθουρία και χαρακτηρίζονται από την έλλειψη μασητικών οργάνων … Dictionary of Greek
αδαία βαθμίδα — H ζώνη που εκτείνεται σε βάθη μεγαλύτερα από 6.000 7.000 μ. Ονομάστηκε α. από τον Bruun (1956) και ο όρος διατηρήθηκε από τους μεταγενέστερους μελετητές. H α.β. εντοπίζεται σε στενές, επιμήκεις καταβυθίσεις. Τέτοιες καταβυθίσεις βρίσκονται στον… … Dictionary of Greek
Ειρηνικός ωκεανός — (αγγλ. Pacific Ocean). Θαλάσσια έκταση (166.000.000 τ. χλμ, 180 εκατ. τ. χλμ. μαζί με τις εσωτερικές συνεχόμενες θάλασσες) που εκτείνεται από τις αρκτικές έως τις ανταρκτικές περιοχές. Είναι ο μεγαλύτερος σε βάθος και έκταση ωκεανός της υδρογείου … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek